- σπληνοπνευμονία
- η, Νιατρ. λοβώδης ή τμηματική πνευμονική διήθηση με ζελατινώδες εξίδρωμα θεωρούμενη ως υπερεργική αντίδραση τού πνευμονικού ιστού στη φυματίωση, αλλ. νόσος τού Γκρανσέ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenopneumonie (< σπλήνα + πνευμονία). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.